Definify.com
Definition 2024
ασπαρτικό_οξύ
ασπαρτικό οξύ
Greek
Noun
ασπαρτικό οξύ • (aspartikó oxý) n
Declension
Declension of ασπαρτικό οξύ (aspartikó oxý)
singular | |
---|---|
nominative | ασπαρτικό οξύ |
genitive | ασπαραγινικού οξέος |
accusative | ασπαρτικό οξύ |
vocative | - |
Coordinate terms
- αμινοξύ n (aminoxý, “amino acid”)
- and see: Amino acids (appendix)