Definify.com
Definition 2025
αστεροειδής_γλυκάνισος
αστεροειδής γλυκάνισος
Greek
Noun
αστεροειδής γλυκάνισος • (asteroeidís glykánisos) m (uncountable)
- star anise (spice and plant)
Declension
- see: αστεροειδής (asteroeidís) and γλυκάνισος (glykánisos)
External links
- αστεροειδής γλυκάνισος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el