Definify.com
Definition 2025
γλυκάνισος
γλυκάνισος
Greek
Noun
γλυκάνισος • (glykánisos) n (plural γλυκάνισοι)
- Alternative form of γλυκάνισο (glykániso)
Declension
declension of γλυκάνισος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυκάνισος | γλυκάνισοι |
genitive | γλυκάνισου | γλυκάνισων |
accusative | γλυκάνισο | γλυκάνισους |
vocative | γλυκάνισε | γλυκάνισοι |