Definify.com
Definition 2025
γλυκάνισο
γλυκάνισο
Greek
Alternative forms
- γλυκάνισος m (glykánisos)
Noun
γλυκάνισο • (glykániso) n (plural γλυκάνισα)
- aniseed (herb and flavouring)
Declension
declension of γλυκάνισο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυκάνισο | γλυκάνισα |
genitive | γλυκάνισου / γλυκανίσου | γλυκάνισων / γλυκανίσων |
accusative | γλυκάνισο | γλυκάνισα |
vocative | γλυκάνισο | γλυκάνισα |
Related terms
- αστεροειδής γλυκάνισος m (asteroeidís glykánisos, “star anise”)
External links
- γλυκάνισο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el