Definify.com
Definition 2024
αστικοποίηση
αστικοποίηση
Greek
Noun
αστικοποίηση • (astikopoíisi) f (uncountable)
- (geography) urbanisation, urbanization (cultural or physical)
Declension
Declension of αστικοποίηση (astikopoíisi)
singular | |
---|---|
nominative | αστικοποίηση |
genitive | αστικοποίησης |
accusative | αστικοποίηση |
vocative | αστικοποίηση |