Definify.com
Definition 2025
ατοποθέτητος
ατοποθέτητος
Greek
Adjective
ατοποθέτητος • (atopothétitos) m (feminine ατοποθέτητη, neuter ατοποθέτητο)
Declension
positive forms of ατοποθέτητος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ατοποθέτητος | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητοι | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
| genitive | ατοποθέτητου | ατοποθέτητης | ατοποθέτητου | ατοποθέτητων | ατοποθέτητων | ατοποθέτητων |
| accusative | ατοποθέτητο | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητους | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
| vocative | ατοποθέτητε | ατοποθέτητη | ατοποθέτητο | ατοποθέτητοι | ατοποθέτητες | ατοποθέτητα |
Synonyms
- άβαλτος (ávaltos)