Definify.com
Definition 2025
αυταρχικότητα
αυταρχικότητα
Greek
Noun
αυταρχικότητα • (aftarchikótita) f (invariable)
Declension
declension of αυταρχικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αυταρχικότητα | αυταρχικότητες |
| genitive | αυταρχικότητας | αυταρχικοτήτων |
| accusative | αυταρχικότητα | αυταρχικότητες |
| vocative | αυταρχικότητα | αυταρχικότητες |
Related terms
- αυταρχικός (aftarchikós, “autocratic”)