Definify.com
Definition 2024
αυταρχικός
αυταρχικός
Greek
Adjective
αυταρχικός • (aftarchikós) m (feminine αυταρχική, neuter αυταρχικό)
Declension
positive forms of αυταρχικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυταρχικός | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικοί | αυταρχικές | αυταρχικά |
genitive | αυταρχικού | αυταρχικής | αυταρχικού | αυταρχικών | αυταρχικών | αυταρχικών |
accusative | αυταρχικό | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικούς | αυταρχικές | αυταρχικά |
vocative | αυταρχικέ | αυταρχική | αυταρχικό | αυταρχικοί | αυταρχικές | αυταρχικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυταρχικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυταρχικός, etc.) |
Related terms
- αυταρχία f (aftarchía, “autocracy”)
- αυτοκρατορικός (aftokratorikós, “imperial”)