Definify.com
Definition 2024
αυτοκρατορία
αυτοκρατορία
Greek
Noun
αυτοκρατορία • (aftokratoría) f (plural αυτοκρατορίες)
- empire
- ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Roman empire)
Declension
declension of αυτοκρατορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκρατορία | αυτοκρατορίες |
genitive | αυτοκρατορίας | αυτοκρατοριών |
accusative | αυτοκρατορία | αυτοκρατορίες |
vocative | αυτοκρατορία | αυτοκρατορίες |
Related terms
- αυτοκράτορας m (aftokrátoras, “emperor”)
- αυτοκράτειρα f (aftokráteira, “empress”)
- αυτοκρατορικός (aftokratorikós, “imperial”)
Coordinate terms
- δεσποτεία f (despoteía, “despotism”)