Definify.com
Definition 2024
αυτοματικός
αυτοματικός
Greek
Adjective
αυτοματικός • (aftomatikós) m (feminine αυτοματική, neuter αυτοματικό)
Declension
positive forms of αυτοματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοματικός | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικοί | αυτοματικές | αυτοματικά |
genitive | αυτοματικού | αυτοματικής | αυτοματικού | αυτοματικών | αυτοματικών | αυτοματικών |
accusative | αυτοματικό | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικούς | αυτοματικές | αυτοματικά |
vocative | αυτοματικέ | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικοί | αυτοματικές | αυτοματικά |
Synonyms
- αυτόματος (aftómatos)