Definify.com
Definition 2024
αφρικάνικος
αφρικάνικος
See also: αφρικανικός
Greek
Alternative forms
- αφρικανικός (afrikanikós)
Adjective
αφρικάνικος • (afrikánikos) m (feminine αφρικάνικη, neuter αφρικάνικο)
- Alternative form of αφρικανικός (afrikanikós)
Declension
positive forms of αφρικάνικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφρικάνικος | αφρικάνικη | αφρικάνικο | αφρικάνικοι | αφρικάνικες | αφρικάνικα |
genitive | αφρικάνικου | αφρικάνικης | αφρικάνικου | αφρικάνικων | αφρικάνικων | αφρικάνικων |
accusative | αφρικάνικο | αφρικάνικη | αφρικάνικο | αφρικάνικους | αφρικάνικες | αφρικάνικα |
vocative | αφρικάνικε | αφρικάνικη | αφρικάνικο | αφρικάνικοι | αφρικάνικες | αφρικάνικα |
Related terms
- see: Αφρική f (Afrikí, “Africa”)