Definify.com
Definition 2024
αϊνστάνιο
αϊνστάνιο
Greek
Noun
αϊνστάνιο • (aïnstánio) n (uncountable)
- Alternative form of αϊνσταΐνιο (aïnstaḯnio)
Declension
Declension of αϊνστάνιο (aïnstánio)
singular | |
---|---|
nominative | αϊνστάνιο |
genitive | αϊνστανίου |
accusative | αϊνστάνιο |
vocative | αϊνστάνιο |