Definify.com
Definition 2024
βαθμιαίος
βαθμιαίος
Greek
Adjective
βαθμιαίος • (vathmiaíos) m (feminine βαθμιαία, neuter βαθμιαίο)
Declension
positive forms of βαθμιαίος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαθμιαίος | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίοι | βαθμιαίες | βαθμιαία |
genitive | βαθμιαίου | βαθμιαίας | βαθμιαίου | βαθμιαίων | βαθμιαίων | βαθμιαίων |
accusative | βαθμιαίο | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίους | βαθμιαίες | βαθμιαία |
vocative | βαθμιαίε | βαθμιαία | βαθμιαίο | βαθμιαίοι | βαθμιαίες | βαθμιαία |