Definify.com
Definition 2024
βαθυκύανο
βαθυκύανο
Greek
Noun
βαθυκύανο • (vathykýano) n (plural βαθυκύανα)
Declension
declension of βαθυκύανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθυκύανο | βαθυκύανα |
genitive | βαθυκύανου | βαθυκύανων |
accusative | βαθυκύανο | βαθυκύανα |
vocative | βαθυκύανο | βαθυκύανα |
Related terms
- βαθυκύανος (vathykýanos, “teal coloured”)
See also
- αγριόπαπια f (agriópapia, “teal, a type of duck”)