Definify.com
Definition 2024
βαθυκύανος
βαθυκύανος
Greek
Adjective
βαθυκύανος • (vathykýanos) m (feminine βαθυκύανη, neuter βαθυκύανο)
Declension
positive forms of βαθυκύανος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαθυκύανος | βαθυκύανη | βαθυκύανο | βαθυκύανοι | βαθυκύανες | βαθυκύανα |
genitive | βαθυκύανου | βαθυκύανης | βαθυκύανου | βαθυκύανων | βαθυκύανων | βαθυκύανων |
accusative | βαθυκύανο | βαθυκύανη | βαθυκύανο | βαθυκύανους | βαθυκύανες | βαθυκύανα |
vocative | βαθυκύανε | βαθυκύανη | βαθυκύανο | βαθυκύανοι | βαθυκύανες | βαθυκύανα |
Related terms
- βαθυκύανο n (vathykýano, “teal”)