Definify.com
Definition 2024
βαλκανικός
βαλκανικός
Greek
Adjective
βαλκανικός • (valkanikós) m (feminine βαλκανική, neuter βαλκανικό)
Declension
positive forms of βαλκανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαλκανικός | βαλκανική | βαλκανικό | βαλκανικοί | βαλκανικές | βαλκανικά |
genitive | βαλκανικού | βαλκανικής | βαλκανικού | βαλκανικών | βαλκανικών | βαλκανικών |
accusative | βαλκανικό | βαλκανική | βαλκανικό | βαλκανικούς | βαλκανικές | βαλκανικά |
vocative | βαλκανικέ | βαλκανική | βαλκανικό | βαλκανικοί | βαλκανικές | βαλκανικά |
Related terms
- Βαλκανική Χερσόνησος f (Valkanikí Chersónisos, “Balkan Peninsula”)
- Βαλκάνια n pl (Valkánia, “Balkans”)