Definify.com
Definition 2024
βαλσαμωμένος
βαλσαμωμένος
Greek
Adjective
βαλσαμωμένος • (valsamoménos) m (feminine βαλσαμωμένη, neuter βαλσαμωμένο)
Declension
positive forms of βαλσαμωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βαλσαμωμένος | βαλσαμωμένη | βαλσαμωμένο | βαλσαμωμένοι | βαλσαμωμένες | βαλσαμωμένα |
genitive | βαλσαμωμένου | βαλσαμωμένης | βαλσαμωμένου | βαλσαμωμένων | βαλσαμωμένων | βαλσαμωμένων |
accusative | βαλσαμωμένο | βαλσαμωμένη | βαλσαμωμένο | βαλσαμωμένους | βαλσαμωμένες | βαλσαμωμένα |
vocative | βαλσαμωμένε | βαλσαμωμένη | βαλσαμωμένο | βαλσαμωμένοι | βαλσαμωμένες | βαλσαμωμένα |
Related terms
- see: βαλσαμώνω (valsamóno, “to embalm”)
Antonyms
- αβαλσάμωτος (avalsámotos, “unembalmed”)