Definify.com
Definition 2024
βεγγαλικό
βεγγαλικό
Greek
Noun
βεγγαλικό • (vengalikó) n (plural βεγγαλικά)
- sparker (hand-held firework that emits sparks)
Declension
declension of βεγγαλικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βεγγαλικό | βεγγαλικά |
genitive | βεγγαλικού | βεγγαλικών |
accusative | βεγγαλικό | βεγγαλικά |
vocative | βεγγαλικό | βεγγαλικά |
Related terms
- πυροτέχνημα n (pyrotéchnima, “firework”)
- βαρελότο n (varelóto, “banger, firecracker”)
- φωτοβολίδα f (fotovolída, “flare”)
External links
- βεγγαλικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el