Definify.com
Definition 2024
πυροτέχνημα
πυροτέχνημα
Greek
Noun
πυροτέχνημα • (pyrotéchnima) n (plural πυροτεχνήματα)
- (mostly in plural) firework (device using gunpowder and other elements which explodes with light and sound when lit)
- Το Πάσχα στην Ελλάδα, συνηθίζεται να εκτοξεύουν πυροτεχνήματα τα μεσάνυχτα. ― To Páscha stin Elláda, synithízetai na ektoxévoun pyrotechnímata ta mesánychta. ― On Easter in Greece, it is customary to set off fireworks at midnight.
Declension
declension of πυροτέχνημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πυροτέχνημα | πυροτεχνήματα |
genitive | πυροτεχνήματος | πυροτεχνημάτων |
accusative | πυροτέχνημα | πυροτεχνήματα |
vocative | πυροτέχνημα | πυροτεχνήματα |
Hyponyms
- βεγγαλικό n (vengalikó, “sparkler”)
- βαρελότο n (varelóto, “banger, firecracker”)
- φωτοβολίδα f (fotovolída, “flare”)
External links
- πυροτέχνημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el