Definify.com

Definition 2024


βελτιώνομαι

βελτιώνομαι

Greek

Verb

βελτιώνομαι (veltiónomai) (simple past βελτιώθηκα, active form βελτιώνω, passive)

  1. improve, get better
    Η κατάστασή του βελτιώνεται.I katástasí tou veltiónetai. ― His condition improved.
  2. better oneself

Conjugation