Definify.com
Definition 2024
βενζινάδικα
βενζινάδικα
Greek
Noun
βενζινάδικα • (venzinádika)
- Nominative plural form of βενζινάδικο (venzinádiko).
- Accusative plural form of βενζινάδικο (venzinádiko).
- Vocative plural form of βενζινάδικο (venzinádiko).