Definify.com
Definition 2024
βενζινάδικο
βενζινάδικο
Greek
Noun
βενζινάδικο • (venzinádiko) n (plural βενζινάδικα)
- gas station, filling station, petrol station, garage (where cars, etc are refuelled)
Declension
declension of βενζινάδικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βενζινάδικο | βενζινάδικα |
genitive | βενζινάδικου | βενζινάδικων |
accusative | βενζινάδικο | βενζινάδικα |
vocative | βενζινάδικο | βενζινάδικα |
Synonyms
Related terms
- βενζίνη f (venzíni, “petrol, petroleum, gas”)