Definify.com

Definition 2024


βερνικώνομαι

βερνικώνομαι

Greek

Verb

βερνικώνομαι (vernikónomai) (simple past βερνικώθηκα, active form βερνικώνω, passive)

  1. passive of βερνικώνω (vernikóno)

Conjugation