Definify.com
Definition 2024
βερνικώνομαι
βερνικώνομαι
Greek
Verb
βερνικώνομαι • (vernikónomai) (simple past βερνικώθηκα, active form βερνικώνω, passive)
- passive of βερνικώνω (vernikóno)
Conjugation
βερνικώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | βερνικώνομαι | θα βερνικώνομαι | βερνικωνόμουν, βερνικωνόμουνα |
2nd person | βερνικώνεσαι | θα βερνικώνεσαι | βερνικωνόσουν, βερνικωνόσουνα | |
3rd person | βερνικώνεται | θα βερνικώνεται | βερνικωνόταν, βερνικωνότανε | |
1st person | pl | βερνικωνόμαστε | θα βερνικωνόμαστε | βερνικωνόμασταν, βερνικωνόμαστε2 |
2nd person | βερνικώνεστε, βερνικωνόσαστε1 | θα βερνικώνεστε, βερνικωνόσαστε1 | βερνικωνόσασταν, βερνικωνόσαστε2 | |
3rd person | βερνικώνονται | θα βερνικώνονται | βερνικώνονταν, βερνικωνόντανε, βερνικωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | βερνικωθώ | θα βερνικωθώ | βερνικώθηκα |
2nd person | βερνικωθείς | θα βερνικωθείς | βερνικώθηκες | |
3rd person | βερνικωθεί | θα βερνικωθεί | βερνικώθηκε | |
1st person | pl | βερνικωθούμε | θα βερνικωθούμε | βερνικωθήκαμε |
2nd person | βερνικωθείτε | θα βερνικωθείτε | βερνικωθήκατε | |
3rd person | βερνικωθούν, βερνικωθούνε | θα βερνικωθούν, θα βερνικωθούνε | βερνικώθηκαν, βερνικωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | βερνικώσου | |
2nd person | pl | —3 | βερνικωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω βερνικωθεί, έχεις βερνικωθεί έχει βερνικωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω βερνικωθεί, θα έχεις βερνικωθεί, θα έχει βερνικωθεί, … | |||
Past perfect | είχα βερνικωθεί, είχες βερνικωθεί, είχε βερνικωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||