Definify.com
Definition 2024
βιολέτα
βιολέτα
See also: Βιολέτα
Greek
Noun
βιολέτα • (violéta) f
- violet (plant or flower)
Declension
declension of βιολέτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιολέτα | βιολέτες |
genitive | βιολέτας | βιολeτών |
accusative | βιολέτα | βιολέτες |
vocative | βιολέτα | βιολέτες |
Synonyms
- γιούλι n (gioúli)
- ίον n (íon)
- μενεξές m (menexés)