Definify.com
Definition 2024
βιολετής
βιολετής
Greek
Adjective
βιολετής • (violetís) m (feminine βιολετιά, neuter βιολετί)
Declension
positive forms of βιολετής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιολετής | βιολετιά | βιολετί | βιολετιοί | βιολετιές | βιολετιά |
genitive | βιολετιού | βιολετιάς | βιολετιού | βιολετιών | βιολετιών | βιολετιών |
accusative | βιολετή | βιολετιά | βιολετί | βιολετιούς | βιολετιές | βιολετιά |
vocative | βιολετή | βιολετιά | βιολετί | βιολετιοί | βιολετιές | βιολετιά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιολετής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιολετής, etc.) |
Synonyms
- βιολετί (violetí, adjective & noun)
Coordinate terms
- see: μοβ (mov) for similar colours