Definify.com
Definition 2024
βιομηχανία
βιομηχανία
Greek
Noun
βιομηχανία • (viomichanía) f (plural βιομηχανίες)
Declension
declension of βιομηχανία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιομηχανία | βιομηχανίες |
genitive | βιομηχανίας | βιομηχανιών |
accusative | βιομηχανία | βιομηχανίες |
vocative | βιομηχανία | βιομηχανίες |
Synonyms
- βιομηχ. (viomich.) (abbreviation)
Related terms
- βιομήχανος m, f (viomíchanos, “industrialist”)
- βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
- προβιομηχανικός (proviomichanikós, “perindustrial”)
- εκβιομηχάνιση f (ekviomichánisi, “industrialisation”)
See also
- εμβιομηχανικής m (emviomichanikís, “biomechanics”)