Definify.com

Definition 2024


προβιομηχανικός

προβιομηχανικός

Greek

Adjective

προβιομηχανικός (proviomichanikós) m (feminine προβιομηχανική, neuter προβιομηχανικό)

  1. preindustrial

Declension

Related terms

and see: βιομηχανία f (viomichanía, industry)