Definify.com
Definition 2024
προβιομηχανικός
προβιομηχανικός
Greek
Adjective
προβιομηχανικός • (proviomichanikós) m (feminine προβιομηχανική, neuter προβιομηχανικό)
Declension
positive forms of προβιομηχανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβιομηχανικός | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικοί | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
genitive | προβιομηχανικού | προβιομηχανικής | προβιομηχανικού | προβιομηχανικών | προβιομηχανικών | προβιομηχανικών |
accusative | προβιομηχανικό | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικούς | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
vocative | προβιομηχανικέ | προβιομηχανική | προβιομηχανικό | προβιομηχανικοί | προβιομηχανικές | προβιομηχανικά |
Related terms
- βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
- and see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)