Definify.com
Definition 2024
βιωσιμότητα
βιωσιμότητα
Greek
Noun
βιωσιμότητα • (viosimótita) f (uncountable)
Declension
Declension of βιωσιμότητα (viosimótita)
singular | |
---|---|
nominative | βιωσιμότητα |
genitive | βιωσιμότητας |
accusative | βιωσιμότητα |
vocative | βιωσιμότητα |
Related terms
- βιώσιμος (viósimos, “viable”)
See also
- αειφορία f (aeiforía, “sustainability”)
External links
- Βιωσιμότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el