Definify.com
Definition 2024
βοιωτικός
βοιωτικός
Greek
Adjective
βοιωτικός • (voiotikós) m
Declension
positive forms of βοιωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοιωτικός | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |
genitive | βοιωτικού | βοιωτικής | βοιωτικού | βοιωτικών | βοιωτικών | βοιωτικών |
accusative | βοιωτικό | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικούς | βοιωτικές | βοιωτικά |
vocative | βοιωτικέ | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |