Definify.com
Definition 2024
Βολιβιανός
Βολιβιανός
See also: βολιβιανός
Greek
Noun
Βολιβιανός • (Volivianós) m (plural Βολιβιανοί, feminine Βολιβιανή)
Declension
declension of Βολιβιανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βολιβιανός | Βολιβιανοί |
genitive | Βολιβιανού | Βολιβιανών |
accusative | Βολιβιανό | Βολιβιανούς |
vocative | Βολιβιανέ | Βολιβιανοί |
Related terms
- see: Βολιβία f (Volivía, “Bolivia”)
βολιβιανός
βολιβιανός
See also: Βολιβιανός
Greek
Adjective
βολιβιανός • (volivianós) m (feminine βολιβιανή, neuter βολιβιανό)
Declension
positive forms of βολιβιανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βολιβιανός | βολιβιανή | βολιβιανό | βολιβιανοί | βολιβιανές | βολιβιανά |
genitive | βολιβιανού | βολιβιανής | βολιβιανού | βολιβιανών | βολιβιανών | βολιβιανών |
accusative | βολιβιανό | βολιβιανή | βολιβιανό | βολιβιανούς | βολιβιανές | βολιβιανά |
vocative | βολιβιανέ | βολιβιανή | βολιβιανό | βολιβιανοί | βολιβιανές | βολιβιανά |
Related terms
- see: Βολιβία f (Volivía, “Bolivia”)