Definify.com
Definition 2024
βορειοανατολικώς
βορειοανατολικώς
See also: βορειοανατολικός
Greek
Adverb
βορειοανατολικώς • (voreioanatolikós)
- northeast
- στη θαλάσσια περιοχή βορειοανατολικώς της Λήμνου
- sti thalássia periochí voreioanatolikós tis Límnou
- in the sea area northeast of Limnos
- στη θαλάσσια περιοχή βορειοανατολικώς της Λήμνου
Synonyms
- βορειοανατολικά (voreioanatoliká)
See also
- Appendix:Greek compass points