Definify.com

Definition 2024


βορειοανατολικός

βορειοανατολικός

Greek

Adjective

βορειοανατολικός (voreioanatolikós) m (feminine βορειοανατολική, neuter βορειοανατολικό)

  1. northeast, northeasterly

Declension

See also

  • μέσης m (mésis, northeast wind)
  • γραίγος m (graígos, northeast wind)
  • Appendix:Greek compass points