Definify.com
Definition 2024
βορειοδυτικά
βορειοδυτικά
Greek
Noun
βορειοδυτικά • (voreiodytiká) n pl
Declension
βορειοδυτικά
plural | |
---|---|
nominative | βορειοδυτικά |
genitive | βορειοδυτικών |
accusative | βορειοδυτικά |
vocative | βορειοδυτικά |
See also
- Appendix:Greek compass points
Adjective
βορειοδυτικά • (voreiodytiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of βορειοδυτικός (voreiodytikós).
Adverb
βορειοδυτικά • (voreiodytiká)
Synonyms
- βορειοδυτικώς (voreiodytikós)