Definify.com
Definition 2025
βουλγαρικός
βουλγαρικός
Greek
Adjective
βουλγαρικός • (voulgarikós) m (feminine βουλγαρική, neuter βουλγαρικό)
Declension
positive forms of βουλγαρικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βουλγαρικός | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικοί | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
| genitive | βουλγαρικού | βουλγαρικής | βουλγαρικού | βουλγαρικών | βουλγαρικών | βουλγαρικών |
| accusative | βουλγαρικό | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικούς | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
| vocative | βουλγαρικέ | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικοί | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
Related terms
- see: Βουλγαρία f (Voulgaría, “Bulgaria”)