Definify.com
Definition 2024
βουλκανίτης
βουλκανίτης
Greek
Noun
βουλκανίτης • (voulkanítis) m (plural βουλκανίτες)
Declension
declension of βουλκανίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουλκανίτης | βουλκανίτες |
genitive | βουλκανίτη | βουλκανιτών |
accusative | βουλκανίτη | βουλκανίτες |
vocative | βουλκανίτη | βουλκανίτες |
Synonyms
- εβονίτης m (evonítis)
Related terms
- βουλκανισμός m (voulkanismós, “vulcanisation”)