Definify.com
Definition 2024
εβονίτης
εβονίτης
Greek
Noun
εβονίτης • (evonítis) m (plural εβονίτες)
Declension
declension of εβονίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εβονίτης | εβονίτες |
genitive | εβονίτη | εβονιτών |
accusative | εβονίτη | εβονίτες |
vocative | εβονίτη | εβονίτες |
Synonyms
- βουλκανίτης m (voulkanítis)
See also
- βουλκανισμός m (voulkanismós, “vulcanisation”)