Definify.com
Definition 2024
βουρβόλακας
βουρβόλακας
Greek
Noun
βουρβόλακας • (vourvólakas) m (plural βουρβόλακες)
- Alternative form of βρικόλακας (vrikólakas)
Declension
declension of βουρβόλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουρβόλακας | βουρβόλακες |
genitive | βουρβόλακα | βουρβολάκων |
accusative | βουρβόλακα | βουρβόλακες |
vocative | βουρβόλακα | βουρβόλακες |