Definify.com
Definition 2024
βρικόλακας
βρικόλακας
Greek
Alternative forms
- βρυκόλακας (vrykólakas)
- βουρβόλακας (vourvólakas)
- βορβόλακας (vorvólakas)
- βουρβούλακας (vourvoúlakas)
- βουρκόλακας (vourkólakas)
Noun
βρικόλακας • (vrikólakas) m (plural βρικόλακες)
- (mythology, folklore) vampire (the Greek folklore depiction, a dead person who rises from the grave at night and drinks the blood of the living)
- Πήγαινε να κοιμηθείς, πριν έρθει ο βρικόλακας να σε φάει! ― Pígaine na koimitheís, prin érthei o vrikólakas na se fáei! ― Go to sleep before the vampire comes to eat you!
- (figuratively) unpleasant reminder, unpleasant remnant (of the past)
- Το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης είναι οι βρικόλακες του ολοκαυτώματος. ― To Áousvits kai ta álla stratópeda exóntosis eínai oi vrikólakes tou olokaftómatos. ― Auschwitz and the other extermination camps are the unpleasant reminders of the Holocaust.
Declension
declension of βρικόλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βρικόλακας | βρικόλακες |
genitive | βρικόλακα | βρικολάκων |
accusative | βρικόλακα | βρικόλακες |
vocative | βρικόλακα | βρικόλακες |
Derived terms
- βρικολακιάζω (vrikolakiázo, “to turn into a vampire; to bring up bad memories”)