Definify.com
Definition 2024
βουτυρωμένος
βουτυρωμένος
Greek
Participle
βουτυρωμένος • (voutyroménos) m (feminine βουτυρωμένη, neuter βουτυρωμένο)
Declension
positive forms of βουτυρωμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βουτυρωμένος | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένοι | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
genitive | βουτυρωμένου | βουτυρωμένης | βουτυρωμένου | βουτυρωμένων | βουτυρωμένων | βουτυρωμένων |
accusative | βουτυρωμένο | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένους | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
vocative | βουτυρωμένε | βουτυρωμένη | βουτυρωμένο | βουτυρωμένοι | βουτυρωμένες | βουτυρωμένα |
Related terms
- see: βούτυρο n (voútyro, “butter”)