Definify.com
Definition 2024
βροχερός
βροχερός
Greek
Adjective
βροχερός • (vrocherós) m (feminine βροχερή, neuter βροχερό)
Declension
positive forms of βροχερός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βροχερός | βροχερή | βροχερό | βροχεροί | βροχερές | βροχερά |
genitive | βροχερού | βροχερής | βροχερού | βροχερών | βροχερών | βροχερών |
accusative | βροχερό | βροχερή | βροχερό | βροχερούς | βροχερές | βροχερά |
vocative | βροχερέ | βροχερή | βροχερό | βροχεροί | βροχερές | βροχερά |