Definify.com
Definition 2024
Βυζαντινός
Βυζαντινός
See also: βυζαντινός
Greek
Noun
Βυζαντινός • (Vyzantinós) m
Declension
declension of Βυζαντινός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Βυζαντινός | Βυζαντινοί |
genitive | Βυζαντινού | Βυζαντινών |
accusative | Βυζαντινό | Βυζαντινούς |
vocative | Βυζαντινέ | Βυζαντινοί |
βυζαντινός
βυζαντινός
See also: Βυζαντινός
Greek
Adjective
βυζαντινός • (vyzantinós) m (feminine βυζαντινή, neuter βυζαντινό)
Declension
positive forms of βυζαντινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βυζαντινός | βυζαντινή | βυζαντινό | βυζαντινοί | βυζαντινές | βυζαντινά |
genitive | βυζαντινού | βυζαντινής | βυζαντινού | βυζαντινών | βυζαντινών | βυζαντινών |
accusative | βυζαντινό | βυζαντινή | βυζαντινό | βυζαντινούς | βυζαντινές | βυζαντινά |
vocative | βυζαντινέ | βυζαντινή | βυζαντινό | βυζαντινοί | βυζαντινές | βυζαντινά |