Definify.com
Definition 2024
βυθισμένος
βυθισμένος
Greek
Participle
βυθισμένος • (vythisménos) m (perfect, feminine βυθισμένη, neuter βυθισμένο)
Declension
positive forms of βυθισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βυθισμένος | βυθισμένη | βυθισμένο | βυθισμένοι | βυθισμένες | βυθισμένα |
genitive | βυθισμένου | βυθισμένης | βυθισμένου | βυθισμένων | βυθισμένων | βυθισμένων |
accusative | βυθισμένο | βυθισμένη | βυθισμένο | βυθισμένους | βυθισμένες | βυθισμένα |
vocative | βυθισμένε | βυθισμένη | βυθισμένο | βυθισμένοι | βυθισμένες | βυθισμένα |