Definify.com
Definition 2024
γαλακτικές
γαλακτικές
Greek
Adjective
γαλακτικές • (galaktikés)
- Nominative feminine plural form of γαλακτικός (galaktikós).
- Accusative feminine plural form of γαλακτικός (galaktikós).
- Vocative feminine plural form of γαλακτικός (galaktikós).