Definify.com
Definition 2024
γαλακτικός
γαλακτικός
Greek
Adjective
γαλακτικός • (galaktikós) m (feminine γαλακτική, neuter γαλακτικό)
Declension
positive forms of γαλακτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλακτικός | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικοί | γαλακτικές | γαλακτικά |
genitive | γαλακτικού | γαλακτικής | γαλακτικού | γαλακτικών | γαλακτικών | γαλακτικών |
accusative | γαλακτικό | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικούς | γαλακτικές | γαλακτικά |
vocative | γαλακτικέ | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικοί | γαλακτικές | γαλακτικά |