Definify.com
Definition 2025
γαλακτικός
γαλακτικός
Greek
Adjective
γαλακτικός • (galaktikós) m (feminine γαλακτική, neuter γαλακτικό)
Declension
 positive forms of γαλακτικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | γαλακτικός | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικοί | γαλακτικές | γαλακτικά | 
| genitive | γαλακτικού | γαλακτικής | γαλακτικού | γαλακτικών | γαλακτικών | γαλακτικών | 
| accusative | γαλακτικό | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικούς | γαλακτικές | γαλακτικά | 
| vocative | γαλακτικέ | γαλακτική | γαλακτικό | γαλακτικοί | γαλακτικές | γαλακτικά |