Definify.com
Definition 2024
γαλβανισμός
γαλβανισμός
Greek
Noun
γαλβανισμός • (galvanismós) m (uncountable)
Declension
Declension of γαλβανισμός (galvanismós)
singular | |
---|---|
nominative | γαλβανισμός |
genitive | γαλβανισμού |
accusative | γαλβανισμό |
vocative | γαλβανισμέ |