Definify.com
Definition 2024
γαλλικό
γαλλικό
Greek
Adjective
γαλλικό • (gallikó)
- Accusative masculine singular form of γαλλικός (gallikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of γαλλικός (gallikós).
γαλλικό • (gallikó)