Definify.com
Definition 2024
γαλλικός
γαλλικός
Greek
Adjective
γαλλικός • (gallikós) m (feminine γαλλική, neuter γαλλικό)
Declension
positive forms of γαλλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλλικός | γαλλική | γαλλικό | γαλλικοί | γαλλικές | γαλλικά |
genitive | γαλλικού | γαλλικής | γαλλικού | γαλλικών | γαλλικών | γαλλικών |
accusative | γαλλικό | γαλλική | γαλλικό | γαλλικούς | γαλλικές | γαλλικά |
vocative | γαλλικέ | γαλλική | γαλλικό | γαλλικοί | γαλλικές | γαλλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλλικός, etc.) |
Related terms
- see: Γαλλία f (Gallía, “France”)