Definify.com
Definition 2024
γαλλικό_κλειδί
γαλλικό κλειδί
Greek
Noun
γαλλικό κλειδί • (gallikó kleidí) n (plural γαλλικά κλειδιά)
- adjustable spanner (UK), adjustable wrench (US)
Related terms
- γερμανικό κλειδί n (germanikó kleidí, “spanner”)