Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γαλούχηση
γαλούχηση
Greek
Noun
γαλούχηση
•
(
galoúchisi
)
f
(
uncountable
)
nursing
nurture
Declension
Declension of
γαλούχηση
(
galoúchisi
)
singular
nominative
γαλούχηση
genitive
γαλούχησης
/
γαλουχήσεως
accusative
γαλούχηση
vocative
γαλούχηση
Related terms
γαλουχία
f
(
galouchía
,
“
breast feeding, lactation
”
)
γαλουχώ
(
galouchó
,
“
nurse, educate
”
)
Similar Results