Definify.com
Definition 2024
γαϊδουριά
γαϊδουριά
See also: γαϊδούρια
Greek
Noun
γαϊδουριά • (gaïdouriá) f (uncountable)
- rude act, rude behaviour, discourtesy.
- Ήταν μεγάλη γαϊδουριά να μην ευχαριστήσει τους γονείς του για τα δώρα. ― Ítan megáli gaïdouriá na min efcharistísei tous goneís tou gia ta dóra. ― It was a very rude of him not to thank his parents for the gifts.
- Έτσι που μίλησες στους ηλικιωμένους ανθρώπους ήταν μεγάλη γαϊδουριά. ― Étsi pou mílises stous ilikioménous anthrópous ítan megáli gaïdouriá. ― The way you spoke to those elderly people was greatly rude.
Declension
Declension of γαϊδουριά (gaïdouriá)
singular | |
---|---|
nominative | γαϊδουριά |
genitive | γαϊδουριάς |
accusative | γαϊδουριά |
vocative | γαϊδουριά |